ανθοφυτεία

ανθοφυτεία
η цветник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανθοφυτεία" в других словарях:

  • ανθοφυτεία — η ανθόφυτη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + φυτία < φυτεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»